- χαρτοπαιξία
- η, Ν1. το να παίζει κανείς χαρτιά, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα2. συνεκδ. το πάθος για το χαρτοπαίγνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτοπαιξία — η το να χαρτοπαίζει κανείς, το πάθος της χαρτοπαιξίας: Πρέπει να αποφεύγουμε τη χαρτοπαιξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
αβάντα — η 1. κέρδος, συνήθως αθέμιτο (από χαρτοπαιξία κ.λπ.) 2. υποστήριξη, βοήθεια, επικουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. κατά τα θηλ. σε α < αβάντι (= κέρδος) < ιταλ. avanti (= πριν, εμπρός) ή < τουρκ. avanta (= κέρδος) < ιταλ. avanti … Dictionary of Greek
βιδάνιο — το 1. τα υπολείμματα του κρασιού στα ποτήρια των πελατών μιας ταβέρνας 2. πράγμα μη γνήσιο, ψεύτικο 3. το ποσοστό του κερδηθέντος ποσού στη χαρτοπαιξία που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη (αλλ. γκανιότα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guadagno «κέρδος,… … Dictionary of Greek
γκάνγκστερ — ο μέλος εγκληματικής οργάνωσης, η οποία κατά σύστημα αποσπά χρήματα με εκμετάλλευση δραστηριοτήτων όπως η χαρτοπαιξία, η πορνεία, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και ο εκβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (αγγλ.) gangster < gang «συμμορία» + (επίθημα) … Dictionary of Greek
δυάρα — και διάρα, η και δυάρι [δύο] 1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα τού ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί τής τράπουλας με τον αριθμό δύο 3. στον πληθ. δυάρες στα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
μπάγκα — και μπάνκα, η 1. πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα 2. φρ. «κάνω τη μπάγκα» και «έχω τη μπάγκα» (στη χαρτοπαιξία) μοιράζω τα χαρτιά τής τράπουλας πληρώνοντας με δικά μου χρήματα όσους κερδίζουν και εισπράττοντας τα χρήματα όσων χάνουν, αλλ. μάνα… … Dictionary of Greek